- διανόημα
- το (Α διανόημα) [διανοούμαι]στοχασμός, διαλογισμός, σκέψηαρχ.(σε πληθ.) τα διανοήματανοσηρή φαντασία, φαντασιοπληξίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανόημα — thought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανόημα — το η βαθιά σκέψη, ο στοχασμός: Βιβλίο γεμάτο διανοήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανοημάτων — διανόημα thought neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοήμασι — διανόημα thought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοήμασιν — διανόημα thought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοήματα — διανόημα thought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοήματι — διανόημα thought neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοήματος — διανόημα thought neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι … Dictionary of Greek
εννόημα — ἐννόημα, το (AM) [εννοώ] το αποτέλεσμα τού εννοώ, αντίληψη, μάθηση μσν. 1. σκέψη, διανόημα 2. αίσθημα |Į αρχ. 1. έννοια, σημασία 2. υποκείμενο σκέψεως … Dictionary of Greek